φλυαροῦν

φλυαροῦν
φλυᾱροῦν , φλυαρέω
talk nonsense
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
φλυᾱροῦν , φλυαρέω
talk nonsense
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμαρτοεπής — ἁμαρτοεπής, ές (Α) 1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα 2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο (< ἁμαρτάνω) + επὴς < ἔπος] …   Dictionary of Greek

  • ԼԵԶՈՒԱԳԱՐ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0882 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. φλυαροῦν nugator, garriens, frivola loquens Խանգարեալ լեզուաւ. չարալեզու. շատախօս. շաղաղփ. շաղաւաշուրթն. զրախօս յիմարաբար. շատզրուց. փճախօս, լեզուին տուօղ, խենդումենդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φλυαρώ — φλυάρησα 1. μτβ. και αμτβ., λέω πολλά και χωρίς να τα σκέφτομαι, μιλάω περιττά και κουραστικά, πολυλογώ, γλωσσοκοπανώ, λέω ανοησίες. 2. (για άψυχα), θορυβώ, ηχώ αδιάκοπα: Στις πλαγιές που τ αυλάκια φλυαρούν (Ι. Ζερβός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”